παμπάλαιος

παμπάλαιος
-η, -ο (ΑΜ παμπάλαιος, -ον)
πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + παλαιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παμπάλαιος — very old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπάλαιος — α, ο ο πολύ παλιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παμπάλαιον — παμπάλαιος very old masc/fem acc sg παμπάλαιος very old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπαλαίους — παμπάλαιος very old masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπαλαίων — παμπάλαιος very old masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπάλαια — παμπάλαιος very old neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπάλαιοι — παμπάλαιος very old masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ευρυγένειος — εὐρυγένειος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευρύ «γένειον», πλατύ σαγόνι 2. εκείνος που έχει πλατιά γενειάδα 3. φρ. «εὐρυγένειος αἰών» ο αρχαίος, ο παμπάλαιος χρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + γένειον] …   Dictionary of Greek

  • κρονικός — κρονικός, ή, όν (Α) [Κρόνος] 1. κρόνιος* 2. μτφ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος («πρὸς δὲ τούτοις ἔτι τούτων κρονικώτερα», Πλάτ.) 3. παροιμ. «κρονικαὶ λῆμαι» λεγόταν για τους μύωπες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”